ορθ(ο)-

ορθ(ο)-
(I)
(ΑΜ ορθ[ο]-)
α' συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β' συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο-κέρατος, ορθο-τενής, ορθό-τριχος, ορθο-χαίτης) ή τού σωστού, τού δίκαιου, τού αληθούς (πρβλ. ορθό-βουλος, ορθο-γνώμων, ορθο-λεκτώ, ορθο-σκοπώ). Η λ. απαντά ως α' συνθετικό πολλών ξεν. όρων που εισήλθαν στην Ελληνική ως αντιδάνειοι (πρβλ. ορθο-mitose > ορθο-μίτωση, orthosympathique > ορθο-συμπαθητικός, orthophotographie > ορθο-φωτογραφία).Λέξεις με α' συνθετικό όρθο- (Ι): ορθόβουλος, ορθογράφος, ορθογραφώ, ορθογώνιος, ορθόδοξος, ορθοδοξώ, ορθοδρομώ, ορθοέπεια, ορθοκέρατος, ορθοκέρως, ορθοκέφαλος, ορθολογία, ορθόπρυμνος, ορθόπτερος, ορθοστάδιος, ορθοστάτης, ορθοτενής, ορθοτόμος (Ι), ορθότονος, ορθόφρων, ορθοφυής
αρχ.
ορθαγγελώ, ορθάκανθος, ορθάμπελος, ορθοβατώ, ορθόβλεψις, ορθόβολος, ορθοβολώ, ορθογνωμώ, ορθογνώμων, ορθόγραμμος, ορθόγωνος, ορθοδαής, ορθοδίκαιος, ορθοδίκας, ορθόδικος, ορθοδοξαστής, ορθοδοξαστικός, ορθοδότειρα, ορθόδωρον, ορθοέθειρος, ορθοεπώ, ορθόθριξ, ορθοκάλαμος, ορθοκάρηνος, ορθόκαυλος, ορθοκόπος, ορθοκόρυδος, ορθόκορυς, ορθόκραιρος, ορθόκρανος, ορθοκρισία, ορθόκυλλος, ορθόκωλος, ορθολογώ, ορθόλοξος, ορθομαντεία, ορθόμαντις, ορθομάστιος, ορθόμφαλος, ορθονόμος, ορθόνους, ορθονύσταγμος, ορθοπαγής, ορθόπαγον, ορθοπαιία, ορθοπάλη, ορθοπλήξ, ορθόπλουμος, ορθόπλους, ορθόπνους, ορθοπόδης, ορθόπολις, ορθοπόρος, ορθόπους, ορθοπρίων, ορθοπρόσωπος, ορθόπτωσις, ορθόπτωτος, ορθοπύγιον, ορθόπυγος, ορθοπύθμενος, ορθοπυρεταίνω, ορθορρημοσύνη, ορθόσημος, ορθοσκοπώ, ορθοστάδιον, ορθόστατος, ορθόστρωτος, ορθόσφυρος, ορθοτριχία, ορθοτριχώ, ορθοχαίτης, ορθοψάλακτος, ορθώνυμος
αρχ.-μσν.
ορθολεκτώ, ορθοπεριπατητικός, ορθοστάδην, ορθοτίτθιος
μσν.
ορθοβλεπτώ, ορθόβυθος, ορθοκάθεδρος, ορθοκάθημαι, ορθολέκτης, ορθομαρμαρώ, ορθοπερίπατος, ορθόπλωρος, ορθορρημονώ, ορθοσεβής, ορθοστομώ, ορθότομος
μσν.- νεοελλ.
ορθοεπής, ορθοτροπία
νεοελλ.
ορθάνοιχτος, ορθογενεία, ορθογένεση, ορθογεωσύγκλινο, ορθογναθισμός, ορθόγναθος, ορθογνεύσιος, ορθογράφος, ορθόγωνο, ορθοδιάγραμμα, ορθοδιαγώνιος, ορθοδοντία, ορθοδοντική, ορθοδοντικός, ορθοθέτης, ορθοκαρδιογράφημα, ορθόκεντρο, ορθοκέραμος, ορθόκερας, ορθοκεφαλία, ορθόκλαστο, ορθόκογχα, ορθοκρανία, ορθολογισμός, ορθολογιστής, ορθολόγος, ορθομεσοκύνιος, ορθομετρικός, ορθομετωπία, ορθομετωπισμός, ορθομητρία, ορθομίτωση, ορθοπατώ, ορθοπεδία, ορθοπεδικός, ορθοπεδιστής, ορθοπλεξιά, ορθόπρισμα, ορθοπτικός, ορθοπυραμίδα, ορθορομβικός, ορθοσκελία, ορθοσκοπικός, ορθοσκόπιο, ορθοστερεοσκοπία, ορθοστήνω, ορθόστοιχος, ορθόστυλος, ορθοσυμπαθητικός, ορθοτομικός, ορθότριχος, ορθοτροπισμός, ορθότροπος, ορθοϋφάντης, ορθοφορία, ορθοφρενία, ορθοφωνία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ὄρθ' — Ὄρθαι , Ὄρθη fem nom/voc pl Ὄρθᾱͅ , Ὄρθη fem dat sg (doric aeolic) Ὄρθε , Ὄρθος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄρθ' — ὄρθαι , ὄρνυμι ṛṇóti aor inf mid ὄρτο , ὄρνυμι ṛṇóti aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύγωνο — Αν Α1 Α2,..., Αν, Αν (όπου ν = 2, 3,...) είναι σημεία του χώρου, τέτοια, ώστε κάθε τρία τους να μην ανήκουν στην αυτή ευθεία, τότε η τεθλασμένη γραμμή, που αποτελείται από τα ευθύγραμμα τμήματα Α1Α2, Α2Α3, ..., Αν + 1 λέμε ότι είναι μια… …   Dictionary of Greek

  • — ῶ, ΝΜΑ κατάληξη τών συνηρημένων ενεργητικών ρημάτων σε άω (πρβλ. νελ άω, ώ/ῶ, τιμ άω, ώ/ῶ), σε έω (πρβλ. βοηθέω, ώ/ῶ, φρουρ έω, ώ/ῶ) και ήω (πρβλ. ζ ήω, ώ/ῶ, πειν ήω, ώ/ῶ) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, καθώς και σε όω (πρβλ. κυρτ όω, ῶ, ορθ όω …   Dictionary of Greek

  • -ώνω — ΝΜ 1. κατάληξη ρημάτων τής Νέας Ελληνικής τα οποία προέρχονται, συνήθως, από τα συνηρημένα ρήματα τής Αρχαίας σε όω, ῶ, χωρίς μεταβολή τής κύριας σημασίας τους (πρβλ. ελευθερ ώνω < ἐλευθερ όω, ῶ, θεμελι ώνω < θεμελι όω, ῶ, κυρτ ώνω <… …   Dictionary of Greek

  • αλέκτωρ — (I) (Α ἀλέκτωρ) κόκορας, πετεινός αρχ. 1. μτφ. για τον αυλό ή τους σαλπιγκτές 2. στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα Ἀλέκτωρ* (για άλλες σημασίες τής λέξεως βλ. αλέκτωρ II, III). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλέκτωρ «κόκορας, πετεινός»… …   Dictionary of Greek

  • Ορθάννης — Ὀρθάννης και Ὀρθάνης και Ὀρθαγένης και Ὀρθάγης, ὁ (Α) είδος δαίμονα που είχε τα χαρακτηριστικά τού Πριάπου. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ανθρωπωνύμιο Ὀρθ άνη ς προέρχεται από το επίθ. ὀρθός με την κατάλ. άνη ς, που απαντά και στο Ἐργ άνη (< ἔργον). Ο τ.… …   Dictionary of Greek

  • Πρωταγόρας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. (Άβδηρα περ. 481 π.Χ. – περ. ;411). Έλληνας φιλόσοφος. Είναι, μαζί με τον Γοργία, ο διαπρεπέστερος εκπρόσωπος της ελληνικής σοφιστικής. Έζησε σε πολλές περιόδους στην Αθήνα, όπου απέκτησε πολύ στενές σχέσεις με όλες… …   Dictionary of Greek

  • ακύτταχτος — η, ο βλ. ορθ. ακοίταχτος …   Dictionary of Greek

  • θέσιο — (thesium). Ποώδες φυτό, που φτάνει σε ύψος τα 50 εκ. Φέρει άνθη υπόλευκα και καρπό πράσινο. Τα φυτά αυτά ζουν παρασιτικά στις ρίζες των γειτονικών τους φυτών. Στην Ελλάδα, τα πιο συνηθισμένα είδη του γένους είναι το θ. τοαλπινικό και το θ. το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”